Ἀβραδάτα

Ἀβραδάτα
Ἀβραδάτᾱ , Ἀβραδάτας
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Ἀβραδάτᾱ , Ἀβραδάτας
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀβραδάτᾳ — Ἀβραδάτᾱͅ , Ἀβραδάτας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀβραδάτας — Ἀβραδάτᾱς , Ἀβραδάτας masc acc pl (doric aeolic) Ἀβραδάτᾱς , Ἀβραδάτας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀβραδάταν — Ἀβραδάτᾱν , Ἀβραδάτας masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισφάζω — ἐπισφάζω και ἐπισφάττω (Α) [σφάζω] 1. σφάζω πάνω σε βωμό ή τάφο («καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἁβραδάτα») 2. σφάζω επί πλέον ή μετά από κάποιον («τρίτον θῡμ’ ὡς ἐπισφάξων δυοῑν») 3. αποτελειώνω τον φόνο 4. φέρνω σε δύσκολη θέση …   Dictionary of Greek

  • πανθεΐα — Σύζυγος του Αβραδάτα, βασιλιά της Σουσιανής, που έζησε περί το 550 π.Χ. Ήταν, κατά γενική αντίληψη, η ωραιότερη γυναίκα της Ασίας στην εποχή της. Αιχμαλωτίστηκε από τον Κύρο τον Μεγάλο, αλλά δεν κακοποιήθηκε, γι’ αυτό και ο Αβραδάτας, σε ένδειξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”